- γλυκώνειος
- -α, -ο (Μ γλυκώνειος, -εία, -ειον) [Γλύκων]1. αυτός που επινοήθηκε από τον Γλύκωνα2. «γλυκώνειος στίχος» — στίχος που αποτελείται από τέσσερεις πόδες, τρείς τροχαίους και ένα δάκτυλο3. «γλυκώνειον μέτρον» — μέτρο που αποτελείται από γλυκώνειους στίχους.
Dictionary of Greek. 2013.