γλυκώνειος

γλυκώνειος
-α, -ο (Μ γλυκώνειος, -εία, -ειον) [Γλύκων]
1. αυτός που επινοήθηκε από τον Γλύκωνα
2. «γλυκώνειος στίχος» — στίχος που αποτελείται από τέσσερεις πόδες, τρείς τροχαίους και ένα δάκτυλο
3. «γλυκώνειον μέτρον» — μέτρο που αποτελείται από γλυκώνειους στίχους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γλυκωνείων — Γλυκώνειος fem gen pl Γλυκώνειος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκώνειον — Γλυκώνειος masc acc sg Γλυκώνειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκωνείου — Γλυκώνειος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλυκώνεια — Γλυκώνειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκωνικός — ή, ό ο γλυκώνειος* …   Dictionary of Greek

  • γλύκων — I (2ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Ως καλλιτέχνης εντάσσεται στους νεοαττικούς. Στο μουσείο της Νάπολης της Ιταλίας υπάρχει άγαλμα γνωστό με τον χαρακτηρισμό Ηρακλής του Φαρνέζε, που βρέθηκε στις θέρμες του Καρακάλλα, και το οποίο έχει επιγραφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”